- προδιαγράφω
- ΝΜΑδιαγράφω κάτι εκ τών προτέρων, προκαθορίζω την πορεία του, προσχεδιάζω κάτιαρχ.πληρώνω κάτι από πριν, προπληρώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προδιαγράφω — προδιαγράφω, προδιέγραψα βλ. πίν. 13 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προδιαγράφω — προδιέγραψα, προδιαγράφτηκα, προδιαγραμμένος, κάνω λεπτομερειακό σχέδιο έργου ή ενέργειας: Οι κακοποιοί κινήθηκαν με προδιαγραμμένο σχέδιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προδιαγράφω — πρό διαγράφω mark out by lines pres subj act 1st sg πρό διαγράφω mark out by lines pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδιαγραφή — η, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προδιαγράφω 2. κατάστρωση σχεδίου 3. λεπτομερειακή περιγραφή ενός τεχνικού έργου που πρόκειται να εκτελεστεί, η οποία συνοδεύεται από σχεδιαγράμματα, πίνακες, μελέτη τής δομής, τού μεγέθους, τών υλικών κ.ά … Dictionary of Greek
προτυπώνω — προτυπῶ, όω, ΝΜΑ [τυπῶ] σχεδιάζω εκ τών προτέρων το σχήμα ενός αντικειμένου που πρόκειται να κατασκευαστεί μσν. συμβολίζω («τριμερὴς δὲ ἡ ψυχή ἡ ἐν αὐτῷ προτυποῡσα τὴν ἁγίαν τριάδα», Αναστ.) μσν. αρχ. 1. δείχνω εκ τών προτέρων ή προδιαγράφω 2.… … Dictionary of Greek
επικλώθω — (Α ἐπικλώθω) [κλώθω]. 1. κλώθω, γνέθω 2. (για τις Μοίρες που κλώθουν το νήμα τής ζωής) προκαθορίζω, προαποφασίζω, προδιαγράφω («τοῡτο γὰρ λάχος διανταία Μοῑρ’ ἐπέκλωσεν ἐμπέδως ἔχειν», Αισχύλ.) 3. (για θεούς) δίνω, παρέχω, προσφέρω («ἀλλ’ οὔ μοι… … Dictionary of Greek
μοιραίνω — 1. (για τη μοίρα) καθορίζω, προδιαγράφω το πεπρωμένο, ορίζω τη μοίρα ενός προσώπου, ιδίως κατά την ώρα τής γέννησής του 2. προκαθορίζω τα μελλοντικά προτερήματα κάποιου 3. παροιμ. «η μάννα γεννάει, μα δε μοιραίνει» τη ζωή τη δίνουν οι γονείς,… … Dictionary of Greek
ξανακαινουργιώνω — και ξανακαινουριώνω και ξανακαινουργώνω (Μ ξανακαινουργιώνω και ξανακαινουργώνω) 1. κάνω κάτι εκ νέου καινούργιο, ανακαινίζω 2. επαναφέρω κάτι στην προηγούμενη κατάσταση του, αποκαθιστώ 3. (για γνώσεις, σοφία) αξιοποιώ και βελτιώνω 4.… … Dictionary of Greek
ορσύνω — και πορσυνῶ, έω, και πορσαίνω, Α [πόρσω] 1. ετοιμάζω, προετοιμάζω, παρασκευάζω (α. «δαῑτα πορσύνοντες», Σοφ. β. καὶ παισὶ πόρσυν οἷα χρὴ καθ ἡμέραν», Ευρ.) γ) «οὓς μὲν ἂν ὁρῶσιν πορσύνοντας τὰ ἐπιτήδεια», Ξεν.) 2. προσφέρω, αφιερώνω («τρίτον… … Dictionary of Greek
προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη … Dictionary of Greek